φιλομαθῶν

φιλομαθῶν
φιλομαθέω
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
φιλομαθής
fond of learning
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • не — 1 (>20 000) част. отриц. Может употребляться при любом члене предлож. Если относится к слову с предл., то ставится перед предл. 1.Служит для выражения полного отрицания того, что обозначает слово или словосочетание, перед которым она стоит:… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δενδροφθόρος — α, ο αυτός που φθείρει ή καταστρέφει τα δένδρα («δενδροφθόροι μύκητες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + φθόρος < φθείρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Εφημερίς τών Φιλομαθών] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλογράφος — η, ο / ποικιλογράφος, ον, ΝΑ νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ποικιλογράφοι (κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους) συγγραφείς ποικίλων και ανόμοιων μεταξύ τους θεμάτων τα οποία ανακοίνωναν σε συμπόσια, δείπνα και, γενικά, σε συγκεντρώσεις φιλομαθών αρχ …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Κούρσουλας, Νικόλαος — (Ζάκυνθος ; – Άγιον Όρος 1652;). Λόγιος, κληρικός και δάσκαλος. Σπούδασε στο Ελληνικό Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας της θεολογίας και της φιλολογίας (1625). Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, έζησε για ορισμένο… …   Dictionary of Greek

  • Κριτοβουλίδης, Καλλίνικος — (Χανιά 1792 – Αθήνα 1868). Λόγιος, ιερέας και αγωνιστής του 1821. Το κοσμικό του όνομα ήταν Κυριάκος. Αρχικά πήγε στη Σμύρνη όπου παρακολούθησε τους δασκάλους Κωνσταντίνο Κούμα και Κ. Οικονόμου. Τον Μάιο του 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από… …   Dictionary of Greek

  • Μιτσκιέβιτς, Άνταμ — (Adam Mickiewicz, Νοβογκρόντεκ, Βίλνα 1798 – Κωνσταντινούπολη 1855). Πολωνός ποιητής. Από οικογένεια της μικρής αριστοκρατίας, γρήγορα γνώρισε οικονομικές δυσχέρειες, που τον ακολούθησαν σε όλη του τη ζωή. Μια υποτροφία του επέτρεψε να φοιτήσει… …   Dictionary of Greek

  • Πανταζής — Επώνυμο ιστορικών προσώπων. 1. Δημήτριος. Έλληνας λόγιος(1814 – 1884). Δημοσίευσε περισσότερες από 150 μελέτες σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες και μετέφρασε το αρχαιολογικό λεξικό του Σμιθ. Έγραψε αρχαιολογικό οδηγό της Αθήνας και πολλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”